Μετά από την πρώτη φετινή διαβολοβδομάδα για την Euroleague και μετά από συνολικά τέσσερα παιχνίδια για την κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση μπάσκετ, αλλά και δύο δύσκολα παιχνίδια πρωταθλήματος, μπορούμε σταδιακά να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε το μήκος κύματος που κινούνται οι δύο ελληνικές ομάδες, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους, καθώς και το τι οφείλουν να βελτιώσουν στην πορεία τους κατά τη διάρκεια της σεζόν.
Η αρχή θα γίνει με τον Ολυμπιακό. Η ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα προσφέρεται σαφώς πιο εύκολα για ασφαλή συμπεράσματα, αφού είναι μια πιο δεμένη ομάδα, χωρίς τόσες μεταγραφές, αν και ψάχνει ακόμα να βρει τα πατήματά της και σίγουρα ο τρόπος που αγωνίζεται αποτελεί συνέχεια του περυσινού playstyle της ομάδας, με κάποιες συγκεκριμένες διαφορές.
Οι ερυθρόλευκοι αρχικά, είναι φέτος μια ομάδα που βασίζεται πολύ περισσότερο στους ψηλούς της. Έχοντας αποκτήσει τον Νίκολα Μιλουτίνοφ, η ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα χτυπά πολύ περισσότερο από το low post, προσπαθώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να εκμεταλλευτεί τα δυνατά της σημεία. Χαρακτηριστικό ότι επιχειρεί 29.3 σουτ τον αγώνα από το ζωγραφιστό στην Ευρωλίγκα, σχεδόν τρία περισσότερα σε σχέση με τη σεζόν 2022-23. Ο Ολυμπιακός παίζει περισσότερο κοντά στο καλάθι, λοιπόν, προσπαθώντας να βρει από κει τους πόντους του.
Είναι γεγονός ότι η ομάδα του Ολυμπιακού το καλοκαίρι έχασε δύο κομβικούς της παίκτες, τους Σλούκα και Βεζένκοφ, με την απώλεια του καθενός να εκτιμάται διαφορετικά, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, στην ομάδα. Από τη μία η φυγή του Έλληνα γκαρντ έχει αφήσει ένα δυσαναπλήρωτο, για την ώρα κενό στη δημιουργία και στην αποφασιστικότητα που έχει ο Κώστας Σλούκας, καθώς και τη μοναδική ικανότητά του στο να ξεκολλάει την ομάδα του επιθετικά, όταν τον χρειάζεται. Στο θέμα της δημιουργίας οφείλουμε να σταθούμε περισσότερο. Οι ερυθρόλευκοι έχουν έως τώρα σε τέσσερα παιχνίδια στην Ευρωλίγκα αρκετά χαμηλό συντελεστή ασίστ λαθών για τα δεδομένα της ομάδας, αφού κατά μέσο όρο έχουν 16.5 ασίστ για 13.5 λάθη, ήτοι 1.2 ασίστ για 1 λάθος. Εδώ, αξίζει να πούμε ότι η απουσία ηγετικής και οργανωτικής ικανότητας στην ομάδα, πέραν του Ουόκαπ, φαίνεται στο ότι ο Ολυμπιακός στα τέσσερα πρώτα παιχνίδια του πέρυσι (τα τρία εξ αυτών στην Ισπανία, με ισάριθμες νίκες απέναντι σε Μπαρτσελόνα, Ρεάλ και Μπασκόνια) είχε 19.5 ασίστ για 11 λάθη ανά παιχνίδι, δηλαδή 1.7 ασίστ για 1 λάθος. Στα τέσσερα πρώτα του ματς ο Σλούκας είχε κατά μέσο όρο 7 ασίστ, την ίδια στιγμή που φέτος από όλους τους γκαρντ του συνολικά παίρνει σχεδόν 10 (9.8) ασίστ στον ίδιο αριθμό παιχνιδιών.
Φυσικά, δε μπορούμε να μην αναφερθούμε στη δεύτερη σημαντική αποχώρηση, αυτή του Σάσα Βεζένκοφ, του MVP της προηγούμενης διοργάνωσης και κατά τεκμήριο καλύτερου παίκτη της Ευρώπης. Ο Βούλγαρος παίκτης των Κινγκς, πλέον, ήταν σημείο αναφοράς σε όλη τη διάρκεια της σεζόν. Στα τρία από τα τέσσερα παιχνίδια ήταν ο MVP της ομάδας, ενώ στον αγώνα με την Μπαρτσελόνα ήταν πρώτος σε αξιολόγηση μαζί με τον Μπολομπόι. Ο Βεζένκοφ είχε λοιπόν 23 πόντους και 10.25 ριμπάουντ ανά ματς με Μπαρτσελόνα, Ζαλγκίρις, Ρεάλ και Μπασκόνια, την ίδια στιγμή που φέτος από τη θέση “4” παίρνει 13.8 πόντους και 7 ριμπάουντ και από τους δύο παίκτες που καλύπτουν ως επί το πλείστον τη θέση, τους Πίτερς και Σίκμα.
Από την άλλη, δύο πράγματα φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού στην επιθετική προσέγγιση της ομάδας. Το πρώτο είναι ότι ο Αϊζάια Κάνααν έχει αναλάβει πολύ περισσότερες επιθετικές ευθύνες σε σχέση με πέρυσι. Ο Αμερικάνος είναι πιο απελευθερωμένος στη δεύτερη σεζόν του στο Λιμάνι και νιώθει καλά, πράγμα που ενδεχομένως να επηρεάζεται από τη φυγή του Σλούκα, αφού ο Έλληνας γκαρντ έπαιζε πολύ με τη μπάλα στα χέρια. Ο Κάνααν, τώρα, αν και αγωνίζεται καλά ως off-ball παίκτης, είναι πιο επιδραστικός με την μπάλα στα δικά του χέρια, αφού είναι εξαιρετικός στο να δημιουργεί χώρο για τον εαυτό του ντριμπλάροντας. Βέβαια, οφείλει και ο ίδιος να το αντιληφθεί αυτό, το πόσο ανάγκη τον έχει δηλαδή η ομάδα του, καθώς πρέπει να διαχειριστεί σωστά τον εκνευρισμό του, αφού και τα δύο παιχνίδια που η ομάδα του έχασε και είχε “άνυδρα” επιθετικά διαστήματα, είχαν έναν κοινό παρονομαστή: Ο Αμερικάνος γκαρντ στο μεν παιχνίδι με την Μπαρτσελόνα είχε χρεωθεί με τέσσερα φάουλ ήδη από την τρίτη περίοδο, ενώ στο Μιλάνο είχε αποβληθεί με δύο τεχνικές ποινές πριν από το ημίχρονο. Το δεύτερο πολύ σημαντικό και κατά την προσωπική μου άποψη το σημαντικότερο στοιχείο στην φετινή ομάδα των νταμπλούχων Ελλάδας, είναι αδιαμφισβήτητα η επιρροή του Μιλουτίνοφ στο παιχνίδι της ομάδας. Ο θηριώδης σέντερ είναι καθοριστικός και με 14 πόντους και 5.5 ριμπάουντ στα τέσσερα πρώτα ματς είναι πρώτος για την ομάδα του και στις δύο στατιστικές κατηγορίες. Αποτελεί σημείο αναφοράς στην επίθεση, ενώ παράλληλα το υψηλό μπασκετικό του iq τον βοηθάει να παίρνει τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις, αλλά και να διαχειρίζεται σωστά τις δυνάμεις του.
Αξίζει φυσικά να προσθέσουμε και να παρατηρήσουμε το εξής. Ο πιο αναβαθμισμένος παίκτης του συνόλου του κόουτς Μπαρτζώκα είναι χωρίς συζήτηση ο Τόμας Ουόκαπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τεξανός γκαρντ αγωνίζεται 35′ ανά αγώνα- πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας βέβαια ότι ο Γκος έχει παίξει σε μόλις δύο ματς- παίρνει πολλές περισσότερες επιλογές και στον τομέα του σκορ, αφού επιχειρεί 7 τρίποντα ανά παιχνίδι, ενώ πέρυσι έπαιρνε μόλις 3. Καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για μεγάλη διαφορά, η οποία επηρεάζει και τον τομέα της δημιουργίας, με τον Ουόκαπ να έχει περίπου 2 ασίστ λιγότερες το παιχνίδι, αφού επωμίζεται πολύ περισσότερες εκτελεστικές υποχρεώσεις. Βέβαια, αυτό είναι εν μέρει λογικό και επόμενο από το πώς επιλέγουν οι αντίπαλοι γκαρντ να αμυνθούν απέναντί του, αφού παίζουν under στα περισσότερα screens, δίνοντάς του τον χώρο να σουτάρει, κλείνοντας παράλληλα προς τα μέσα για να του κόψουν τη δημιουργία. Πρέπει, όμως, σαφώς να συνυπολογίσουμε το εξής. Πρόκειται για έναν παίκτη που αναλαμβάνει το ρόλο του ηγέτη σε μια ομάδα τέτοιου επιπέδου στα 31 του χρόνια και είναι λογικό ότι χρειάζεται χρόνο για να αποδώσει στα μέγιστα που μπορεί.
Συνοπτική ανασκόπηση των παιχνιδιών της ομάδας
Κάνοντας μια μίνι ανασκόπηση της έως τώρα πορείας της ομάδας, εύκολα καταλαβαίνουμε το πολύ δύσκολο πρόγραμμα που είχε να διαχειριστεί. Η δύσκολη αρχή έγινε στο ΟΑΚΑ. Μετά το Super Cup και την εύκολη επικράτηση απέναντι στον αιώνιο, το εναρκτήριο ματς στην Euroleague ήταν μια τελείως διαφορετική κατάσταση. Παρόλο λοιπόν που στη διάρκεια του παιχνιδιού, οι ερυθρόλευκοι έχαναν ακόμα και με δέκα πόντους, βρήκαν την ευκαιρία να γυρίσουν την κατάσταση και να πάρουν τη νίκη στην παράταση με καθοριστικούς Ουόκαπ (17 πόντοι, 5 ασίστ) και Γκος (16 πόντοι). Ο Πίτερς στο παιχνίδι αυτό έκανε τους φίλους της ομάδας του να… ξεχάσουν για λίγο τον Βεζένκοφ, αφού ο Αμερικάνος πραγματοποίησε μια εξαιρετική εμφάνιση με 17 πόντους και 10 ριμπάουντ. Στη συνέχεια, έχασαν από τις Μπαρτσελόνα και Μιλάνο με τρομερά blackout στην τελευταία περίοδο του κάθε αγώνα. Με τους Καταλανούς, αν και προηγήθηκαν με 66-59, ένα επιμέρους 2-18 της ομάδας του Ρότζερ Γκριμάου ήταν καθοριστικό για την ήττα, ενώ με το Μιλάνο στην τελευταία περίοδο σκόραραν από το 44-45, 2 μόλις πόντους σε 7:45′. Δύο παιχνίδια που έκαναν ακόμα περισσότερο αισθητή την αδυναμία της ομάδας στο decision making στο κλείσιμο των παιχνιδιών, καθώς εν τη απουσία και του Κάνααν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Ουόκαπ είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις επιθετικές αποφάσεις της ομάδας του, με τον Αμερικάνο, λόγω και της κούρασης να μην έχει πάντα το καθαρό μυαλό για την καλύτερη δυνατή επιλογή. Τέλος, σε ένα παιχνίδι που έσπασαν καρδιές, κέρδισαν με 98-94 την Παρτιζάν στην παράταση, με σπουδαίο Λαρεντζάκη με 19 πόντους και 9/9 πολύ κρίσιμες βολές, και την Πέμπτη θα υποδεχθούν την Εφές στο Σ.Ε.Φ. σ’ ένα ακόμα δύσκολο αγώνα. Ενδιάμεσα, άξιες αναφοράς είναι οι πολύ δύσκολες νίκες με Άρη και ΑΕΚ για την Basket League, νίκες πολύ σημαντικές, ιδιαίτερα έτσι όπως ήρθαν, καθώς προϊόντος της κούρασης αλλά και των καλών εμφανίσεων των αντιπάλων τους, οι ερυθρόλευκοι τα βρήκαν σκούρα και στα δύο παιχνίδια.
Με λίγα λόγια
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε τα εξής. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας ανέκαθεν επιδιώκει οι ομάδες του να ξεκινούν από την άμυνα. Έτσι και φέτος, έχει δημιουργήσει ένα σύνολο που μασάει σίδερα στην πίσω πλευρά του παρκέ. Έχει ιδιαίτερα σκληρή πρώτη γραμμή άμυνας, με τους Ουόκαπ και Κάνααν να κυριαρχούν, ενώ οι Λούντζης και Λαρεντζάκης κάθε άλλο παρά κακοί αμυντικοί είναι. Εννοείται βέβαια, ότι δεν περιορίζεται μόνο στην περιφερειακή άμυνα, καθώς έχει στο “3” τον Παπανικολάου, τον καλύτερο glue-guy στην Ευρώπη, τον καλύτερο δηλαδή ενδιάμεσο κρίκο μεταξύ των γκαρντ και των ψηλών, με τον αρχηγό της ομάδας να είναι καταπληκτικός αμυντικός, ενώ με τους Φαλ και Μιλουτίνοφ να δεσπόζουν στο ζωγραφιστό, εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως δύσκολα οι αντίπαλοι ψηλοί μπορούν να έχουν τύχη. Από την άλλη, ο προπονητής των ερυθρολεύκων φημίζεται για το spacing που έχουν οι ομάδες του στην επίθεση, που συχνά είναι σεμιναριακού επιπέδου. Φέτος, δεν το έχουμε δει ακόμα αυτό. Από τη μία, οι συνεχόμενοι τραυματισμοί των παικτών (ΜακΚίσικ, Σίκμα, Γκος, Μπραζντέικις) δεν έχουν δώσει τη δυνατότητα στον Έλληνα προπονητή να κάνει ολοκληρωμένες προπονήσεις, να έχει δηλαδή όλους τους παίκτες διαθέσιμους, γεγονός που ενισχύει ακόμα περισσότερο το μέτριο- έως τώρα- spacing. Σίγουρα, από την άλλη, η έλλειψη καθαρών σουτέρ δε βοηθάει επίσης, αλλά ο κόουτς Μπαρτζώκας πιστεύουμε ότι θα καταφέρει να βρει τις λύσεις και να βελτιώσει το παιχνίδι της ομάδας του.
Φτάνοντας προς το τέλος της πρώτης αυτής ανάλυσής μας για τη φετινή ομάδα του Ολυμπιακού, αξίζει να αναφέρουμε ποιοι παίκτες περιμένουμε κατά τη διάρκεια της σεζόν να ανέβουν και να βοηθήσουν την ομάδα να ρολάρει και να κάνει σημαντικές νίκες. Πρώτος παίκτης είναι φυσικά ο Μουστάφα Φαλ. Ο Γάλλος σέντερ ταλαιπωρήθηκε από έναν τραυματισμό, που αποκόμισε στο φιλικό των ερυθρολεύκων με την Αρμάνι και έχασε μεγάλο διάστημα της προετοιμασίας, γύρισε στους αγώνες της ομάδας του, αφού έχασε την πρεμιέρα στο ΟΑΚΑ – αν και στο Super Cup αγωνίστηκε καθώς το ζήτησε ο ίδιος – και είναι θέμα χρόνου να ανεβάσει στροφές και να δούμε τον περυσινό κυριαρχικό Φαλ. Οι φίλοι της ομάδας είναι βέβαιο ότι περιμένουν πιο πολλά και από τον Μπραζντέικις, με τον Λιθουανό να είναι και αυτός άτυχος με πολλούς τραυματισμούς, οι οποίοι δεν τον έχουν αφήσει ακόμα να δείξει το πολύ καλό επιθετικό inside game του, καθώς είναι ένας παίκτης με πολύ καλά drives, ενώ διακρίνεται και στις close-out επιθέσεις, αφού έχει πολύ γερό και γρήγορο πρώτο βήμα που τον βοηθά να παίρνει πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων του.
Η ανάλυσή μας έφτασε στο τέλος της, θα έρθουν και άλλες στην πορεία της σεζόν, όταν οι ομάδες θα είναι πιο ολοκληρωμένες και θα έχουμε κι εμείς περισσότερα δείγματα γραφής από τα παιχνίδια τους, ενώ αύριο θα ακολουθήσει και ένα σχετικό άρθρο με την ομάδα του Παναθηναϊκού, που θα είναι εξίσου ενδιαφέρον και αναλυτικό.