Ο Έλληνας γκαρντ της γαλλικής Ρουέιλ, Ραφαήλ Λαναράς, έκανε τη δική του παρέμβαση στην εκπομπή «Μπασκετικοί μετανάστες» του EOK WebRadio. Αναλυτικά είπε:
Για την πρώτη του χρονιά στο εξωτερικό, στη Βιλερμπάν U21: «Είχαμε την καραντίνα εκείνη τη χρονιά και είχαν κλείσει όλα. Εγώ όλη τη χρονιά έκανα προπονήσεις μόνος μου και είχα έναν στόχο να φύγω στο εξωτερικό. Η Γαλλία ήταν η πρώτη μου επιλογή, αλλά ήξερα ότι θα ήταν και δύσκολο να πάω. Τότε είχα έναν Έλληνα μάνατζερ και του είχα πει ότι θέλω να πάω στο εξωτερικό. Προσπαθούσε, αλλά ήταν λίγο δύσκολο να φύγω στα μέσα της χρονιάς, οπότε του είπα ότι έστω το καλοκαίρι θέλω να φύγω απ’ την Ελλάδα. Ο τωρινός μου μάνατζερ είναι Γάλλος, τον ήξερα 3 χρόνια και κάθε καλοκαίρι μου έλεγε να συνεργαστούμε μαζί, αλλά εγώ του έλεγα «όχι» γιατί κάθε χρόνο ήμουν στην Α1, οπότε ήμουν ευχαριστημένος με τον τότε μανατζέρ μου. Οπότε εκείνη την εποχή του είπα ότι αν μου βρει ομάδα στο εξωτερικό θα υπογράψω μαζί του αμέσως. Είδα ότι έκανε περισσότερες ενέργειες να μου βρει ομάδα στο εξωτερικό και σε καλά πρωταθλήματα. Όλες οι ομάδες έλεγαν ότι τούς ενδιαφέρω, απλά είναι ρίσκο να με κλείσουν στα μέσα της χρονιάς. Ήξερα, έτσι, ότι κάποια στιγμή θα έρθει πρόταση το καλοκαίρι απ’ το εξωτερικό και ήλπιζα να είναι απ’ τη Γαλλία. Να πω την αλήθεια, δεν είχα σκεφτεί ποτέ μου ότι θα πάω στην ASVEL, αλλά τελικά έκλεισα εκεί».
Για τον οργανισμό της Βιλερμπάν: «Όταν πήγα εκεί, αρχές Αυγούστου, μού έδειξαν λίγο την ακαδημία, μου γνώρισαν τους προπονητές, τις εγκαταστάσεις, μου είπαν το πρόγραμμα. Είναι ένα όνειρο αυτό. Έχεις δύο γήπεδα στη διάθεσή σου, είναι 10 βήματα δίπλα απ’ το σπίτι σου, οπότε και μπορείς να πας εκεί όποτε θες, είχες όλα τα μηχανήματα αποθεραπείας, αν ήθελες να κάνεις κάθε μέρα ατομική προπόνηση είχες στη διάθεσή σου τους προπονητές ό,τι ώρα θες. Αυτό που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση είναι πως ήταν σαν μια πολύ μεγάλη οικογένεια, όλοι έκαναν μαζί προπόνηση αρκετές φορές, δουλεύαμε μαζί, οι προπονητές άλλαζαν στις ατομικές προπονήσεις. Το μόνο που δε μου άρεσε ήταν το φαγητό, ήταν πολύ μέτριο. Απ’ τη δεύτερη βδομάδα ξεκίνησα να κάνω προπόνηση και με την ανδρική ομάδα, όπου ήταν μια τρομερή εμπειρία».
Για τον Τόνι Πάρκερ: «Ο Τόνι ερχόταν κάθε Τρίτη και Πέμπτη να κάνει το πρωί προπόνηση. Έκανε γυμναστήριο 8 το πρωί κι εγώ επειδή είχα εκείνες τις μέρες την ίδια ώρα ήμασταν πάντα μαζί στο γυμναστήριο. Μιλούσε γενικά με πάρα πολλά παιδιά. Του άρεσε να μιλάει μαζί μου, γιατί έλεγε για την Ελλάδα, για τις Εθνικές που είχαν παίξει αντίπαλες και μου έλεγε κάποιες ιστορίες. Πολλές φορές έπαιζε μαζί μας μπάσκετ. Πραγματικά ήταν όνειρο ζωής. Μόνο και μόνο που καθόμουν και έτρωγα κάποιες φορές με τον Πάρκερ και μου μιλούσε για την Ελλάδα και τους αγώνες που έχει παίξει εναντίον της, ήμουν ο πιο χαρούμενος άνθρωπος του κόσμου. Δεν περίμενα ποτέ στη ζωή μου ότι θα καθόμουν μαζί με τον Τόνι Πάρκερ και θα μιλάμε».
Για την ιστορία που ξεχωρίζει απ’ τη θητεία του στη Βιλερμπάν U21: «Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πρώτη μου μέρα στη Βιλερμπάν, που πηγαίνω στην ακαδημία, γνωρίζω τον προπονητή, ο οποίος ήταν αδελφός του Τόνι Πάρκερ. Μου έκαναν μια ξενάγηση και εκείνη τη μέρα είχαν προπόνηση όλοι οι Γάλλοι που βρισκόντουσαν εκεί. Ήταν απ’ την U15 μέχρι την U21. Έκαναν ζέσταμα και είχα τρελαθεί γιατί όλοι κάρφωναν σαν να ήταν 25χρονοι Αμερικάνοι και, μάλιστα, με εντυπωσιακούς τρόπους. Ρώτησα τότε πόσο χρονών είναι αυτά τα παιδιά και μου είπαν 15-17, δεν ήταν κανείς 18 και πάνω. Μου είπε και κάποιος απ’ την είσοδο ότι είναι οι συμπαίκτες μου αυτοί και έπαθα ένα… σοκ. Μετά φεύγω από εκεί πηγαίνω στην κουζίνα και είδα τον Τόνι Πάρκερ. Με έπιασε εκεί ένα άγχος, “κοκκάλωσα” και ήρθε από μόνος του να με χαιρετήσει. Με ρώτησε αν είμαι εγώ ο Έλληνας, του είπα “ναι” και κατευθείαν με ρώτησε ποιος είναι ο αγαπημένος μου Έλληνας παίκτης. Του απάντησα ότι είναι ο Διαμαντίδης και μου λέει “Ακόμη έχω εφιάλτες απ’ το Διαμαντίδη για το σουτ που είχε βάλει”. Μιλήσαμε λίγο με τον Τόνι, μετά πήγα στο δωμάτιό μου και είχα καθίσει για 5 λεπτά προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω αυτό που συμβαίνει. Ήταν πραγματικά ένα πολιτισμικό σοκ».
Για τη φράση που κράτησε απ’ τον Βασίλη Σπανούλη: «Μία φορά είχε έρθει ο Σπανούλης στην ακαδημία, δε θυμάμαι ακριβώς για ποιον λόγο. Θυμάμαι ότι είχε έρθει ο Τόνι και μου είπε ότι θα έρθει ο Σπανούλης και συνέχισε λέγοντας ότι αν ήθελα να μείνω μαζί του να πάω να τον βρω και να του μιλήσω. Τότε είχα προπόνηση 9 με 10, τελείωσα, έκανα το μπάνιο μου και πήγα να φάω το κολατσιό μου στην κουζίνα. Εκεί βλέπω τον Σπανούλη, “κοκκάλωσα” λίγο και πήγα ο ίδιος να του μιλήσω. Του είπα “Γεια σας κύριε Βασίλη, τι κάνετε;”, μου λέει “Ωχ, Έλληνας; Τι κάνεις εδώ;”, του απαντάω “Κυνηγάω το όνειρό μου”. Εκεί μού είπε κάτι που δε θα το ξεχάσω ποτέ. Εκείνη την περίοδο ήμουν τρεις μήνες τραυματίας, ήταν οι τελευταίες 2 βδομάδες που γυρνούσα, επέστρεφα σε κανονικούς ρυθμούς και ήταν λίγο δύσκολα τότε, γιατί ήμουν 12ος παίκτης ουσιαστικά και με είχε πάρει λίγο από κάτω. Αυτό που μου είχε πει ο Σπανούλης ήταν “Πίστη και δουλειά. Αλλά πρέπει πραγματικά να το πιστεύεις”. Από τότε αυτό είναι το μότο μου, να δουλεύω και να πιστεύω ότι θα πετύχω».
Για το πέρασμά του απ’ τη Γερμανία και τη Λοκομοτίβ Μπερνάου: «Η Μπερνάου ήταν η 2η ομάδα της Άλμπα, οπότε εμείς πάντα το πρωί που είχαμε ατομικές προπονήσεις μάς έκανε αυτός που έκανε ατομικές στην Άλμπα, ή θα ήταν και παίκτες της Άλμπα εκεί. Είμαι τυχερός, πιστεύω το άξιζα κιόλας, που στην πρώτη βδομάδα που έκανα προετοιμασία με τη Μπερνάου είχαν έρθει προπονητές της Άλμπα και επειδή έκανα μια πάρα πολύ καλή προετοιμασία μου είπαν να έρθω να κάνω προετοιμασία με την Άλμπα. Όλη την προετοιμασία την έκανα με την Άλμπα μέχρι να γυρίσουν οι παίκτες απ’ τις εθνικές ομάδες. Αυτή η προετοιμασία ήταν η καλύτερη εμπειρία που είχα σε αυτόν τον τομέα».
Για την ομάδα της Λοκομοτίβ Μπερνάου: «Για ‘μένα, είναι πάρα πολύ οργανωμένα όλα. Αυτό που μ’ αρέσει στο εξωτερικό είναι πως η πόλη σε έχει σαν… θεό, το σαββατοκύριακο τους είναι αφιερωμένο σ’ εσένα. Δεν πειράζει που παίζεις Β’ Εθνική, γι’ αυτούς είσαι θεός. Μου άρεσε πάρα πολύ η οργάνωση, οι προπονήσεις, το φαγητό που μας πλήρωνε η ομάδα ήταν εξαιρετικό. Το μόνο πρόβλημα που υπήρχε ήταν τα ταξίδια».
Για την ιστορία που θυμάται απ’ τη Λοκομοτίβ Μπερνάου: «Ήμασταν να παίξουμε το 1ο μας παιχνίδι εκτός έδρας και μου είπαν ότι είναι 8 ώρες ταξίδι. Σκέφτηκα ότι είναι εντάξει, θα φύγουμε την προηγούμενη μέρα, θα πάμε να μείνουμε στο ξενοδοχείο και θα παίξουμε την επόμενη μέρα. Μου είπαν, όμως, ότι δεν είναι έτσι, θα φύγουμε την ίδια μέρα, δε θα έχουμε φαγητό στη διαδρομή και μετά τη διαδρομή δε θα σταματήσουμε για φαγητό. Εκεί παθαίνω το κακό πολιτισμικό σοκ, το θυμάμαι σαν τώρα, είχα τρελαθεί, ήλπιζα να μην είναι όλα τα ταξίδια έτσι. Μια άλλη ιστορία που θυμάμαι είναι στο ντέρμπι του Βερολίνου, το οποίο δεν είναι σαν το Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός, βέβαια, αλλά το μισό γήπεδο είχε οπαδούς της μιας ομάδας και το άλλο μισό της άλλης. Είχα κάνει ένα καταπληκτικό παιχνίδι, απλώς έκανα πολύ trash talk σε εκείνο το ματς. Ένα πράγμα που θυμάμαι είναι ότι τελειώνει το παιχνίδι και έρχεται ο προπονητής της Άλμπα και μου λέει “Ραφαήλ, έκανες καταπληκτικό παιχνίδι, αλλά τα trash talk και όλα αυτά δεν τα κάνουν οι μεγάλοι παίκτες. Πρέπει να κάνεις ένα καταπληκτικό παιχνίδι, αλλά να νιώθεις σαν να είναι μια καθημερινότητά σου”. Μετά από αυτό άλλαξε όλο το mentality μου. Μετά από εκείνο το ματς δεν έχω κάνει trash talk ούτε μια φορά, είμαι συγκεντρωμένος μόνο στο παιχνίδι μου».
Για την επιστροφή του στη Γαλλία για χάρη της Ρουέιλ: «Εγώ ήθελα να γυρίσω στη Γαλλία, ήταν στόχος μου. Διανύω μια πολύ καλή σεζόν, την καλύτερή μου σεζόν μέχρι στιγμής. Όλα είναι καταπληκτικά εδώ, το σωματείο είναι πάρα πολύ σοβαρό, το γαλλικό πρωτάθλημα άκρως ανταγωνιστικό, γίνεται… χαμός αυτήν τη χρονιά. Αυτό που μου αρέσει πάρα πολύ στο γαλλικό πρωτάθλημα είναι το physicality και αυτός είναι ένας λόγος που ήθελα να επιστρέψω στη Γαλλία. Κακά τα ψέματα, εδώ θα δω και τι αξίζω, στο πιο physical πρωτάθλημα της Ευρώπης. Μέχρι στιγμής είμαι στη καλύτερη στιγμή της καριέρας μου και πραγματικά είναι τέλεια. Ζω στο Παρίσι και αυτό με βοηθάει πάρα πολύ. Δέκα λεπτά μακριά απ’ το σπίτι μου μένουν παίκτες της Παρί Σεν Ζερμέν, οπότε 10 λεπτά να περπατήσω μπορεί να δω τον Εμπαπέ ή οποιονδήποτε άλλον παίκτη. Είμαι πολύ χαρούμενος για την επιλογή μου».
Για την ιστορία που ξεχωρίζει απ’ τη Ρουέιλ και το Παρίσι: «Εδώ που μένω είναι σαν να μένω στην Κηφισιά της Αθήνας. Παθαίνω ένα καλό πολιτισμικό σοκ με την ομορφιά της περιοχής και θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα πάει στο Παρίσι έβλεπα μόνο παντρεμένα ζευγάρια που έκαναν φωτογραφίσεις για γάμους. Ήξερα ότι είναι η πόλη του έρωτα που πάνε όλα τα ζευγάρια, αλλά απόρησα, σκεφτόμουν “Τι γίνεται, θα κατεβαίνω κάθε φορά στο Παρίσι και θα βλέπω ζευγάρια να παντρεύονται και να τραβούν φωτογραφίες;”. Εγώ ήμουν και μόνος μου, οπότε με είχε πιάσει και μια… θλίψη».
Για τις προσωπικές του φιλοδοξίες: «Εγώ θέλω να παίξω στην Ευρωλίγκα, αυτός είναι ο στόχος μου. Αν αξίζω να παίξω, προφανώς και θα ήθελα, αλλά υπάρχουν κι άλλοι παράμετροι. Αν θα είσαι τυχερός, αν βρεις τον προπονητή που θα σε ευνοήσει, αν θα είσαι υγιής. Πιστεύω ότι μπορώ να το καταφέρω. Είναι ο στόχος μου να παίξω έστω και 5 παιχνίδια στην Ευρωλίγκα. Δε θέλω να γίνω άπληστος, αν δεν παίξω δεν είναι ότι δεν έγινε πραγματικότητα το όνειρό μου».