Μετά το χθεσινό άρθρο για την μέχρι τώρα πορεία του Ολυμπιακού στην φετινή σεζόν, σειρά παίρνει ο Παναθηναϊκός. Η ομάδα του Εργκίν Αταμάν έχει παρουσιάσει στα περισσότερα παιχνίδια της ένα ανεξήγητα κακό πρόσωπο, ίσως και αδικαιολόγητο ορισμένες φορές, δεδομένης της ατομικής ποιότητας των αθλητών της.
Αρχικά, ξεκαθαρίζουμε ότι πρόκειται για ένα σύνολο κατά τα 11/14 καινούριο και οποιαδήποτε ανάλυση θα μπορούσε μελλοντικά να αποδειχθεί άστοχη. Γι’ αυτό εμείς θα κρίνουμε με βάση αυτά που έχουμε δει ήδη από τους παίκτες, τα σαφή τους πλεονεκτήματα, αλλά και τα χτυπητά τρωτά τους σημεία, ενώ θα αναλύσουμε και το τι θα πρέπει ο κόσμος της ομάδας να προσδοκά από τους αθλητές της. Το γεγονός ότι ο Παναθηναϊκός είναι μια ομάδα φρέσκια, με καινούριο προπονητή και καινούριο σύνολο είναι προφανές. Όπως επίσης είναι λογικό ότι θα χρειαστεί χρόνος για να δέσει και να αποδώσει αυτό που μπορεί. Παρατηρούνται όμως ορισμένα στοιχεία τα οποία δε συνάδουν με την ποιότητα των παικτών του. Πρωτίστως, παρατηρούμε ότι η ομάδα του Εργκίν Αταμάν στο επιθετικό της κομμάτι δε λειτουργεί καθόλου σωστά. Στα πρώτα τέσσερα παιχνίδια της στην Euroleague οι πράσινοι έχουν την τρίτη χειρότερη επίθεση – ανά εκατό κατοχές – αφού σκοράρουν μόλις 104.4 πόντους, ένα νούμερο πολύ χαμηλό, όντας πίσω μόνο από τις Άλμπα (104.1) και Αρμάνι (102.3). Η κυκλοφορία της μπάλας είναι κάτω του μετρίου, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που είτε οι γκαρντ της ομάδας, κυρίως οι Σλούκας, Γκραντ και Βιλντόσα θα ντριμπλάρουν για πολλή ώρα, χωρίς να απειλούν την αντίπαλη άμυνα, είτε οι πράσινοι θα γυρίζουν την μπάλα χωρίς να έχουν τα λεγόμενα paint touches – όπως έλεγε και ο Ρικ Πιτίνο όταν ήταν στη χώρα μας – μέσω των οποίων θα μπορούσαν δυνητικά να δημιουργήσουν απειλές για τον αντίπαλο καθώς φυσικά να φθείρουν και τους αντίπαλους ψηλούς.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην δημιουργική ανεπάρκεια έως τώρα των παικτών της ομάδας. Στον τομέα αυτό οι αθλητές του τριφυλλιού παίρνουν χαμηλό βαθμό. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, οι αριθμοί είναι οι απόλυτοι μάρτυρες, καθώς οι 14 ασίστ για 16 λάθη ανά αγώνα, δηλαδή η 1 ασίστ για 1.14 λάθη, πίσω μόνο από το Μιλάνο, που κάνει ένα περισσότερο λάθος ανά παιχνίδι, μας δείχνουν την σαφή αδυναμία της ομάδας στη δημιουργία, καθώς παρά τους πολύ ποιοτικούς γκαρντ της, το στοιχείο αυτό χρήζει άμεσης βελτίωσης. Αν κοιτάξει κανείς την στατιστική, παρατηρεί ότι ο Παναθηναϊκός στα πρώτα τέσσερα παιχνίδια του στην Ευρωλίγκα παίρνει από τους τρεις του point guards 11.1 ασίστ για 9.1 λάθη, δηλαδή 1 ασίστ για 0.81 λάθη, μια αρκετά χαμηλή αναλογία, αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για τους, επί της ουσίας οργανωτές της ομάδας. Εάν εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο, διακρίνουμε κάτι επίσης αξιομνημόνευτο. Ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ομάδας, Κώστας Σλούκας, έχει ως τώρα 4.3 ασίστ για 4.3 λάθη τον αγώνα. Νούμερα που αποτελούν τη χαμηλότερη επίδοσή του τόσα χρόνια στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση μπάσκετ. Βέβαια, αξίζει να παρατηρήσουμε δύο πράγματα τα οποία εν μέρει δικαιολογούν τις εμφανίσεις και τα νούμερα του Έλληνα γκαρντ. Πρώτο και σημαντικότερο είναι ότι ο αρχηγός της ομάδας αισθάνεται, όπως και οι περισσότεροι παίκτες, πίεση. Ο Παναθηναϊκός, μετά από τρία πολύ άσχημα χρόνια, επένδυσε πολλά χρήματα για να επανέλθει στον αφρό του ευρωπαϊκού μπάσκετ, με την πίεση που εκ των πραγμάτων θα είχαν τα μεγάλα του ονόματα, να γίνεται ακόμα μεγαλύτερη λόγω των συνθηκών. Τώρα, στον αγωνιστικό τομέα, είναι λογικό η ομάδα, εξαιτίας του ανεπαρκούς spacing της, να… χωλαίνει. Όπως είπαμε και πιο πάνω, δεν είναι λίγες οι φορές που η μπάλα κολλάει στην επίθεση, με αποτέλεσμα να καταλήγει στις περισσότερες των περιπτώσεων στον Σλούκα, αφού όλοι περιμένουν να είναι εκείνος που θα βγάλει τα κάστανα από την φωτιά.
Ψάχνοντας ακόμα περισσότερο την στατιστική της ομάδας, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι παίκτες του Παναθηναϊκού σουτάρουν πολλά τρίποντα. Είναι γεγονός ότι για 1.2 δίποντα, οι πράσινοι σουτάρουν 1 τρίποντο, με την αναλογία αυτή να αποδεικνύει την προτίμηση των παικτών του Εργκίν Αταμάν στα μακρινά σουτ. Βέβαια, η άλλη όψη του νομίσματος αναδεικνύει ένα σαφές πρόβλημα της ομάδας, να ακουμπήσει την μπάλα στο low post και να προσπαθήσει να πάρει πράγματα από τους ψηλούς της, είτε πόντους, είτε δημιουργία με kick-out στο τρίποντο, καθώς ακόμα και baseline cuts από παίκτες όπως ο Χουάντσο και ο Μήτογλου που για το ύψος τους έχουν καλό πρώτο βήμα, και ειδικά ο Ισπανός είναι εξαιρετικός στις close out επιθέσεις.
Μιας και πιάσαμε την περίπτωση του Ερνανγκόμεθ, αξίζει να μείνουμε λίγο παραπάνω στον Ισπανό, ειδικότερα με αφορμή τα πολύ μέτρια προς άσχημα παιχνίδια που έκανε τη διαβολοβδομάδα που μας πέρασε. Κατ’ αρχάς, είναι δεδομένο ότι πρόκειται για παίκτη με απαράμιλλη ποιότητα και μεγάλη κλάση. Όμως για να αποδώσει τα μέγιστα που μπορεί, χρειάζεται η ομάδα του να δουλεύει γύρω “ρολόι”. Είναι ένας αθλητής, ο οποίος είναι πολύ έξυπνος αμυντικός, συν τοις άλλοις, μιας και ξέρει να χρησιμοποιεί το σώμα του, ενώ είναι και αρκετά καλός και αλτικός στο μπλοκ (βλ. τάπα στον Μιλουτίνοφ την πρώτη αγωνιστική). Οφείλουμε βέβαια να αναλύσουμε την βελτίωση στο επιθετικό κομμάτι, που είναι σίγουρο ότι θα έρθει με τον καιρό. Οι συμπαίκτες του οφείλουν να τον αξιοποιήσουν καλύτερα. Είτε με καταστάσεις pick ‘n’ pop, είτε μέσω baseline cuts ενώ αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Ισπανός έχει αντίληψη του παιχνιδιού, γεγονός που θα μπορούσε να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο για high-low με τον Λεσόρ, αφού ο Γάλλος κοντά στο καλάθι είναι πολύ δυνατός και επί της ουσίας δεν αντιμετωπίζεται. Θεωρούμε πάντως δεδομένο ότι όσο προχωράμε στη σεζόν, ο Χουάντσο θα προσαρμοστεί καλύτερα στα ευρωπαϊκά δεδομένα και πως όταν η ομάδα του βρει τα πατήματά της, εκείνος θα μπορέσει να αποδειχθεί πραγματικά πολύτιμος στη λειτουργία του συνόλου.
Στη συνέχεια, θα κάνουμε μια αναφορά στον Λεσόρ και τα στοιχεία στο παιχνίδι του που οφείλει να βελτιώσει, ενώ αξίζει να σταθούμε και λίγο στους Γκάι και Μπαλτσερόφσκι που ήρθαν από το χαμηλότερο επίπεδο στην ομάδα και ακόμα δεν έχουν δείξει αυτό που μπορούν να κάνουν.
Η αρχή θα γίνει με τον Γάλλο. Σίγουρα, ο Λεσόρ είναι πολύ ποιοτικός κοντά στο καλάθι. Ξέρει να χρησιμοποιεί εκπληκτικά το σώμα του, καθώς παρά τα μόλις 206 του εκατοστά, είναι πολύ δυνατός και μπορεί έτσι να κλειδώσει τους αντιπάλους του και να πάρει καλύτερη θέση κάτω από το καλάθι. Όμως, το μελανό του σημείο είναι χωρίς δεύτερη σκέψη η άμυνα. Παρόλο που είναι ένας παίκτης αρκετά γρήγορος στα πόδια και μπορεί να μαρκάρει κατ’ αυτόν τον τρόπο τους αντιπάλους κοντούς, ο Λεσόρ είναι αρκετά αδύναμος τακτικά, καθώς χάνεται αρκετές φορές στις αλλαγές ενώ χάνεται συχνά και στα ριμπάουντ, εξ ου και τα μόλις 3.8 αμυντικά ριμπάουντ στα περίπου 30′ που αγωνίζεται. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί και η αξία του Ντίνου Μήτογλου, ο οποίος με την επιστροφή του έδειξε ότι βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση και θεωρείται δεδομένο ότι θα μπορέσει να καλύψει τις αδυναμίες του Λεσόρ στο ριμπάουντ, καθώς επίσης μπορεί να αμυνθεί και στις αλλαγές, αλλά και στο low post, δίνοντας οντότητα στην άμυνα της ομάδας.
Τώρα, αναφορικά με τους Γκάι και Μπαλτσερόφσκι, πρόκειται για δύο παίκτες που προέρχονται από το Eurocup, με ό, τι αυτό συνεπάγεται και είναι δεδομένο ότι θα χρειαστούν χρόνο για το step-up, καθώς ιδιαίτερα ο Αμερικάνος φαίνεται αρκετά αγχωμένος στην αρχή της σεζόν. Ο Γκάι, παρά την καλή του προετοιμασία, καθώς στο “Παύλος Γιαννακόπουλος” ήταν ιδιαίτερα καλός, ξεκίνησε αρκετά άσχημα στις επίσημες αγωνιστικές υποχρεώσεις της ομάδας του. Μόνο στο παιχνίδι με τη Φενέρ σκόραρε (13 πόντοι, 3/7 τρίποντα), ενώ στα υπόλοιπα τρία παιχνίδια του Παναθηναϊκού είχε συνολικά 0/3 τρίποντα. Είναι φανερό ότι χρειάζεται χρόνο, πράγμα λογικό καθώς αφενός η μεταπήδηση στο επίπεδο της Euroleague, αφετέρου ο περιορισμένος ρόλος σε σχέση με εκείνον που είχε πέρυσι στην Μπανταλόνα, είναι πράγματα που χρειάζεται να περάσει ένα χρονικό διάστημα για να προσαρμοστεί – είναι βέβαια ένα ζήτημα αν ο Παναθηναϊκός μπορεί να τον περιμένει για πολύ ακόμα – αλλά έχει τις περγαμηνές και τα προσόντα να παίξει καλό μπάσκετ και να κυριαρχήσει στο μέλλον, αφού η ικανότητά του στο μακρινό σουτ είναι ιδιαίτερα σημαντική στην Ευρώπη στο κορυφαίο επίπεδο. Από την άλλη, ο Μπαλτσερόφσκι έχει δείξει ορισμένα καλά στοιχεία που διαθέτει, κυρίως στην επίθεση. Εκεί, ο Πολωνός γίγαντας έχει ιδιαίτερα μεγάλο ρεπερτόριο (μακρινό σουτ, pick ‘n’ roll, post up παιχνίδι), το οποίο, όσο περνάει ο καιρός και έρθει κοντά με τους συμπαίκτες του θα μπορέσει να το αναδείξει, καθώς είναι αυτό που μπασκετικά λέμε, ετερόφωτος παίκτης, δηλαδή βασίζεται στη δημιουργία των συμπαικτών του, χωρίς προσωπικό παιχνίδι. Αμυντικά βέβαια, είναι αρκετά αδύναμος, μιας και είναι πολύ αργός στα πόδια, συχνά δεν μπορεί να ακολουθήσει τον αντίπαλο ψηλό μετά το screen, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένη την ρακέτα της ομάδας του όταν αγωνίζεται. Είναι βέβαιο ότι στην πορεία, τόσο η δική του βελτίωση, όσο και η βελτίωση της ομαδικής άμυνας των εξάκις πρωταθλητών Ευρώπης, μέσω καλύτερων βοηθειών από την αδύνατη πλευρά και καλύτερης αντιμετώπισης του pick ‘n’ roll, θα τον βοηθήσουν να πάρει και περισσότερο χρόνο και να είναι πιο χρήσιμος απ’ ό, τι τώρα στο σύνολο του Εργκίν Αταμάν.
Παρατηρώντας τα κακώς κείμενα των πρασίνων, αυτό που πρέπει επειγόντως να διορθώσουν είναι οι πόντοι των αντιπάλων τους από λάθη και από επιθετικά ριμπάουντ. Οι 31.25 πόντοι που δέχονται ανά παιχνίδι είναι ένα πολύ μεγάλο νούμερο, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι από τους 82 πόντους παθητικό ανά αγώνα το ποσοστό αυτό βρίσκεται στο 38%. Είναι ένα ανεπίτρεπτα μεγάλο νούμερο για μια ομάδα με υψηλούς στόχους. Βέβαια, προϊόντος και του χρόνου αναμένεται να βελτιωθεί, καθώς από τη μία το κομμάτι των λαθών είναι θέμα ορθότερης επιθετικής λειτουργίας, που λογικά θα έρθει, ενώ το ζήτημα των αμυντικών ριμπάουντ, με την παρουσία και του Μήτογλου, αναμένεται να περιοριστεί.
Είναι γεγονός όμως, ότι η ατυχία έχει χτυπήσει αρκετές φορές έως τώρα την πόρτα της ομάδας. Μία ο τραυματισμός του Βιλντόσα στην αρχή της σεζόν και από την άλλη η απουσία του Μήτογλου, δεν άφησαν τον Παναθηναϊκό να προπονηθεί χωρίς προβλήματα και να παρουσιάσει ένα πιο άρτιο πρόσωπο. Αυτός που δεν κατάφερε να ξεπεράσει το πρόβλημα στο γόνατο που τον ταλαιπωρούσε είναι ο Ιωάννης Παπαπέτρου, με τον Έλληνα φόργουορντ να αναμένεται να περάσει την πόρτα του χειρουργείου, με τον Παναθηναϊκό να στερείται των υπηρεσιών του αθλητή του, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του Ιανουαρίου του 2024. Το πρόβλημα αυτό, καθώς και η σχετική λειψανδρία στη θέση “3” αναγκάζουν τον Εργκίν Αταμάν να επισπεύσει τη διαδικασία της απόκτησης ενός παίκτη που θα καλύψει την συγκεκριμένη θέση (πιθανώς να αγωνίζεται και στο “2”), με τον Τούρκο τεχνικό να αναμένει τα κοψίματα από το NBA, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα περιοριστεί στην αγορά της Αμερικής.
Αξίζει πάντως να σταθούμε στην σταθερότητα των περυσινών παικτών της ομάδας και κυρίως του Γκριγκόνις, καθώς παρόλο που ο Λιθουανός αμφισβητήθηκε αρκετά, έχει εμφανιστεί πολύ καλός, σταθερός, ενώ σε αντίθεση με την προηγούμενη σεζόν βάζει και το κορμί του στη άμυνα και παλεύει για κάθε μπάλα. Πολύ καλοί πάντως είναι και οι Μαντζούκας και Καλαϊτζάκης, με τους Έλληνες παίκτες να δίνουν λύσεις στην ομάδα όταν τους χρειάζεται. Ο μεν Μαντζούκας, με την ευχέρειά του στο τρίποντο ήταν πολύ καλός, ιδιαίτερα στο παιχνίδι με την Μπάγερν, όπου ήταν καθοριστικός, ενώ ο Καλαϊτζάκης βοηθάει πολύ στον αμυντικό τομέα, αφού ο Έλληνας γκαρντ είναι καταπληκτικός στην άμυνα πάνω στην μπάλα.
Τα έως τώρα παιχνίδια της ομάδας
Στα πρώτα τέσσερα παιχνίδια της Ευρωλίγκας οι πράσινοι έκαναν το 1-3. Αρκετά μέτριο, αν σκεφτούμε ότι τα τρία ματς ήταν στην έδρα τους. Η ήττα με τον Ολυμπιακό ήρθε στην παράταση, όπως και εκείνη από την Μακάμπι, παρόλο που η ομάδα του Εργκίν Αταμάν είχε και τα δύο παιχνίδια στα χέρια της στο τέλος της κανονικής διάρκειας. Οι πράσινοι πάντως χτίζουν χαρακτήρα με τέτοιους αγώνες και στην πορεία θα μάθουν να κερδίζουν και τέτοιου είδους κλειστά ματς. Στο παιχνίδι με την Μπάγερν ήταν πολύ καλύτεροι και παρόλο που οι Βαυαροί προσπάθησαν να επιστρέψουν, οι παίκτες του Παναθηναϊκού ήταν πιο ψύχραιμοι και νίκησαν. Το παιχνίδι στην Πόλη δεν χρήζει σχολιασμού καθώς το 27-9 στην πρώτη περίοδο δεν άφησε τα περιθώρια στο τριφύλλι για κάτι καλύτερο. Στα εγχώρια τώρα, η νίκη με το Μαρούσι ήρθε εύκολα, αλλά η κακή εμφάνιση είχε σαν αποτέλεσμα τον εκνευρισμό του Αταμάν, με τον Τούρκο προπονητή να ξεσπά δημόσια, ενώ την επόμενη μέρα έδειξε βίντεο στους παίκτες του, με την ομάδα να κάνει και σκληρή προπόνηση. Στο παιχνίδι με το Περιστέρι στο “Ανδρέας Παπανδρέου” ο Παναθηναϊκός εμφανίστηκε και πάλι τραγικός, δίχως συγκέντρωση, έφτασε να χάνει με 19 (45-26), όμως είχε σαν αφανείς ήρωες του Καλαϊτζάκη και Γκριγκόνις και τελικά πήρε τη νίκη με καλάθι του Λεσόρ στο τέλος.
Τι πρέπει επειγόντως να βελτιώσει
Η συζήτηση σχετικά με το τι πρέπει να διορθώσει η ομάδα είναι πολύ μεγάλη. Όπως είπαμε και πιο πάνω, μπορεί σήμερα να γράψουμε κάτι, αλλά μετά από 2-3 παιχνίδια να αποδειχθεί ανακριβές. Όμως, προσεγγίζοντας την κατάσταση με βάση όσα έχουμε δει, δύο πράγματα είναι αυτά που πρέπει επειγόντως να αλλάξουν. Το πρώτο και το σημαντικότερο είναι η συγκέντρωση στην άμυνα και στο αμυντικό ριμπάουντ, καθώς και ο περιορισμός των λαθών που δίνουν εύκολους πόντους στους αντιπάλους. Αυτό θα γίνει κυρίως όσο περνά ο καιρός, καθώς χρήσιμος, ειδικά στο κομμάτι των ριμπάουντ, θα είναι ο Μήτογλου. Το δεύτερο είναι η κυκλοφορία της μπάλας στην επίθεση, μέσω της οποίας οι πράσινοι θα βρουν προϋποθέσεις για καλύτερα σουτ. Σε αυτό, η βελτίωση του Βιλντόσα, ο οποίος οφείλει να γίνει πιο ουσιαστικός, αλλά και του Σλούκα, θα αποδειχθούν κομβικές και πολύ ουσιαστικές στο επιθετικό παιχνίδι της ομάδας.
Φτάσαμε στο τέλος και της σημερινής μας ανάλυσης, με τη συνέχεια της σεζόν να αναμένεται συναρπαστική για όλες τις ομάδες.