Πώς λέγεται το “Més que un club ” στα λιθουανικά; Την απάντηση τη βρήκαμε μέσω Google Translate: Daugiau nei klubas. ΟΚ, είναι αδόκιμο να μεταφράζεις σε άλλη γλώσσα κάτι που δεν έχει άμεση σχέση μ’ αυτήν, αλλά οι Λιθουανοί έχουν συνηθίσει από κάτι τέτοια. Δεν έχουν κανένα πρόβλημα να προσαρμόσουν τα πάντα στην τραγουδιστή τους γλώσσα. Το «Ζάλγκιρις», η πιο εμβληματική λέξη που αφορά το λιθουανικό μπάσκετ, μια τέτοια μετάφραση είναι.
Για να συνδεθούμε με τον πρόλογο, είναι πολύ δύσκολο να βρεις στην Ευρώπη αθλητικούς συλλόγους που να κουβαλάνε τέτοια σύνδεση με την κοινωνία, όπως η Ζάλγκιρις. Χωρίς υπερβολή, ο σύλλογος που αντιμετωπίζει απόψε το βράδυ ο Παναθηναϊκός είναι ένα διαχρονικό σύμβολο. Όποιος ασχολείται έστω και λίγο με το ευρωπαϊκό μπάσκετ έχει καταλάβει από το πάθος των οπαδών ότι η Ζάλγκιρις είναι το λιθουανικό παράδειγμα του «κάτι περισσότερο από μία ομάδα». Διότι από τις αρχές της κάτι συμβόλιζε.
Το Ζάλγκιρις, λοιπόν, σημαίνει «πράσινο δάσος». Και ως λέξη είναι μια απολύτως λιθουανική… εφεύρεση, που καθιερώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η Λιθουανία (μαζί με τις άλλες Βαλτικές χώρες Λετονία και Εσθονία) ήταν ανεξάρτητα κράτη την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Στις 15 Ιουλίου 1410 στη μεγάλη πεδιάδα που απλώνεται δίπλα στο χωριό Γκρούνβαλντ (που σημαίνει… πράσινο δάσος στα γερμανικά), το οποίο σήμερα βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Πολωνίας, έγινε μια από τις μεγαλύτερες μάχες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Από τη μία πλευρά σχεδόν 30.000 στρατιώτες από το ενωμένο βασίλειο Πολωνίας-Λιθουανίας και από την άλλη σχεδόν 20.000 στρατιώτες υπό τις διαταγές των γερμανόφωνων Τευτόνων ιπποτών. Μια μάχη μεγάλης αγριότητας, με 16.000 νεκρούς (ένας στους τρεις στρατιώτες δηλαδή!) και μεγάλη νίκη των Πολωνο-Λιθουανών.
Η μάχη πέρασε στην ιστορία ως «μάχη του Γκρούνβαλντ» για αιώνες. Οι Λιθουανοί με το που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους την έγραψαν στα βιβλία ιστορίας τους ως «μάχη του Ζάλγκιρις». Δηλαδή μάχη του πράσινου δάσους στα λιθουανικά. Φυσικά αυτή η μάχη είναι κομβικό σημείο της λιθουανικής ιστορίας και σε όλη τη ρομαντική εποχή συμβόλιζε τη νίκη του μικρού έναντι του δυνατού.
Η Ζάλγκιρις ως μπασκετικός σύλλογος ιδρύθηκε στο Κάουνας το 1944, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι ενώ η Λιθουανία, όπως και οι άλλες Βαλτικές χώρες, είχαν καταληφθεί ήδη από το 1939 από την ΕΣΣΔ. Οι Σοβιετικοί πάντα έβλεπαν με καχυποψία τους φιλελεύθερους και με μεγάλη ιστορία Λιθουανούς, οι εκτελέσεις και οι εκτοπίσεις αντιφρονούντων γίνονταν κατά χιλιάδες, οπότε οι Λιθουανοί έπρεπε να είναι προσεκτικοί για το τι σύμβολα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν.
Με το «Ζάλγκιρις» οι Σοβιετικοί δεν μπορούσαν να έχουν πρόβλημα. Μπορεί να υποδαύλιζε τον λιθουανικό εθνικισμό, αλλά παράλληλα συμβόλιζε και τη νίκη κατά των Γερμανών. Ό,τι έπρεπε, ενόψει της συμμαχικής νίκης επί των ναζί. Παρ’ ότι, βέβαια, οι Λιθουανοί την αποκαλούσαν «Ζάλγκιρις» ήδη από την πρώτη ημέρα λειτουργίας της, στα σοβιετικά αρχεία έχει καταχωρηθεί με δύο διαφορετικά ονόματα (ASK και SKIF) μέχρι το 1950, όπου και η Μόσχα δέχτηκε αυτό το όνομα.
Το μπάσκετ ούτως ή άλλως είχε γίνει από πριν ένα σύμβολο του λιθουανικού εθνικισμού. H Λιθουανία είχε θριαμβεύσει στα προπολεμικά Eurobasket του 1937 και 1939, κατακτώντας σε αμφότερα το χρυσό μετάλλιο. Τον κορμό της ομάδας συγκροτούσαν παίκτες με λιθουανική καταγωγή, που ζούσαν και έμαθαν μπάσκετ στις ΗΠΑ και με σύντομες διατυπώσεις έγιναν πολίτες της χώρας των πατεράδων και των παππούδων τους.
Μόλις τρία χρόνια μετά την ίδρυσή της η Ζάλγκιρις στέφθηκε πρωταθλήτρια Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν η πρώτη «πολιτική» ομάδα που το κατάφερνε, καθώς όλοι οι προηγούμενοι πρωταθλητές από διάφορες περιοχές ήταν ομάδες που είχαν σχέση με το στρατό. Οι Λιθουανοί παίκτες της εποχής αφηγήθηκαν αργότερα ότι έκαναν… φροντιστήριο στους προπονητές της ΕΣΣΔ για τις τακτικές τους, που είχαν πάρει μέσω της άμεσης επαφής με το αμερικανικό μπάσκετ.
Η Ζάλγκιρις πήρε πάλι το πρωτάθλημα το 1951, τερμάτισε δεύτερη για τέσσερις συνεχόμενες χρονιές (1953-56) και στα επόμενα 30 χρόνια βρισκόταν πάντα σε υψηλό επίπεδο, έδινε παίκτες στην εθνική της ΕΣΣΔ και (αναγκαστικά, λόγω στρατιωτικής θητείας) στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, αλλά δεν μπορούσε να κατακτήσει τίτλους.
Οι Λιθουανοί περιγράφουν αυτή την εποχή με σκοτεινά χρώματα: Καθώς οι περισσότεροι παίκτες αρνούνταν να παίξουν στην ΤΣΣΚΑ και έμεναν πιστοί στην Ζάλγκιρις (με κορυφαίο τον Μοντέστας Παουλάουσκας, έναν διεθνή πλέι μέικερ που είχε απειληθεί μέχρι και με φυλάκιση, αλλά δεν ενέδωσε), η ομάδα βρισκόταν πάντα στο στόχαστρο. Ακόμα και τις φορές που δικαιούνταν να διεκδικήσει τίτλους, δεν το κατάφερνε με σφαγιαστικές διαιτησίες σε κρίσιμα ματς. Πολλοί, μάλιστα, από τους παλιούς θυμούνται ότι ακόμα και οι διαιτητές της εποχής έρχονταν σε δύσκολη θέση με αυτά που σφύριζαν και απέφευγαν να κοιτάξουν τους παίκτες στα μάτια.
Η χαλάρωση από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά, όταν ανήλθε στην εξουσία ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, επέτρεψε στην Ζάλγκιρις να ανθήσει. Η ομάδα κατέκτησε τρεις διαδοχικές χρονιές τον τίτλο (1985-87) με κορυφαίο τον μέγιστο Άρβιντας Σαμπόνις, έπαιξε τελικό Κυπελλούχων το 1985 και Πρωταθλητριών το 1986. Την ίδια χρονιά, λίγους μήνες αργότερα, κατέκτησε τον πρώτο διεθνή της τίτλο, το Διηπειρωτικό Κύπελλο.
Η σύγχρονη ιστορία της ομάδας είναι, λίγο πολύ, γνωστή. Σε 31 «εκδόσεις» της ανεξάρτητης λιθουανικής λίγκας, από το 1994 και μετά, η Ζάλγκιρις έχει κατακτήσει τις 24. Παράσημο ο τίτλος της πρωταθλήτριας Ευρώπης του 1999, μετά από μία ονειρεμένη χρονιά όπου χαρακτηρίστηκε το απόλυτο αουτσάιντερ, αλλά έπαιξε εκπληκτικό μπάσκετ. Ο Σαμπόνις έγινε και παίκτης-πρόεδρος την περίοδο 2003-04, όταν η Ζάλγκιρις έφτασε μία ανάσα από το φάιναλ φορ.
Την περίοδο 2009-13 η ομάδα πέρασε στον έλεγχο του επιχειρηματία Βλαντιμίρ Ρομανόφ, που υποσχέθηκε να ρίξει πολλά λεφτά, ωστόσο δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα μεγάλα πορτοφόλια της Euroleague. Έφτασε, πάντως, και στο φάιναλ φορ το 2018. Γενικά η ομάδα δεν έχει τη φήμη της «πλούσιας», αν και πάντα βρίσκονται κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν τις μεταγραφές της, αλλά έχει δημιουργήσει την κουλτούρα να βρίσκει ξένους-λαβράκια και να αξιοποιεί το μπόλικο ντόπιο ταλέντο. Σήμερα η ομάδα ανήκει κατά 55% στον πρόεδρο (και παλιά διεθνή δόξα της ομάδας Παούλιους Γιανκούνας) και κατά 45% στον επιχειρηματία Τομ Όκμαν, ο οποίος ασχολείται με software κυβερνοασφάλειας.
Οι ακαδημίες της Ζάλγκιρις αποτελούν στην ουσία μια πυραμίδα. Τα «ραντάρ» της ομάδας είναι απλωμένα σε όλη τη χώρα, αλλά υπάρχει μια άτυπη συμφωνία που αφορά την πόλη του Βίλνιους, όπου εδρεύει η Λιέτουβος Ρίτας. Τα παιδιά ξεκινούν από την ηλικία των 6 ετών και υπάρχουν δεκάδες παραρτήματα σε όλη τη χώρα. Σε αυτά απασχολούνται πάνω από 3.000 παιδιά, τα καλύτερα εκ των οποίων παίζουν στην ομάδα εφήβων και, αν δεν είναι από την πόλη του Κάουνας, η ομάδα τους παρέχει διαμονή, διατροφή και εκπαίδευση. Με αυτό τον τρόπο η Ζάλγκιρις ελέγχει στην ουσία σχεδόν το 80% του μπασκετικού ταλέντου σε όλη τη χώρα.
Πηγή: sdna.gr